σπονδῶν

σπονδῶν
σπονδή
drink-offering
fem gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σπονδή — Τελετή των αρχαίων Ελλήνων στην οποία έχυναν από ένα ποτήρι κρασί πάνω στη φωτιά όπου προσφερόταν η θυσία, ή στη θάλασσα, ανάλογα με το αν η τελετή γινόταν σε πλοίο ή στην ξηρά, προς τιμή των θεών, και ψάλλοντας ταυτόχρονα κάποια ωδή. Ανάλογα με… …   Dictionary of Greek

  • EXECRATIO — inter publicas olim poenas: qualem Atheniensium erga Philippum Regem hoc modo describit Liv. l. 31. c. 44. Rogationem exemplo tulêrunt, plebsque scivit, ut Philippi statuae, imagines omnes, nominaque earum, item Maiorum eius virilis ac muliebris… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… …   Dictionary of Greek

  • γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… …   Dictionary of Greek

  • εισάγω — (AM εἰσάγω) 1. οδηγώ κάποιον μέσα («τόν εισήγαγε στην αίθουσα τού θρόνου», «μόνον δὲ σὺν τέκνοισι μ εἰσάγει δόμοις») 2. τοποθετώ κάτι μέσα σε κάτι άλλο («εἰσάγω καθετήρα...») 3. (για εμπορεύματα) φέρνω από άλλη χώρα («εισάγει πρώτες ύλες»,… …   Dictionary of Greek

  • κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… …   Dictionary of Greek

  • ομωχέτας — ὁμωχέτας, ὁ (Α) αυτός που έχει κάτι μαζί με κάποιον άλλο ή αυτός που συγκατοικεί με άλλον («ὁμωχέται θεοί» οἱ συμμετέχοντες τῶν αὐτῶν σπονδῶν ἢ ὁμοβώμιοι καὶ ὁμόναοι», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < ὁμο εχέτας, με συναίρεση τών φωνηέντων οε (<… …   Dictionary of Greek

  • παράσπονδος — η, ο / παράσπονδος, ον, ΝΑ 1. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, τις συνθήκες, που δεν τηρεί τις συμφωνίες 2. (για πρόσ.) ο παραβάτης συνθηκών και συμφωνιών, ο επίορκος 3. αυτός που γίνεται κατά παράβαση τών συνθηκών. επίρρ... παρασπόνδως Α κατά… …   Dictionary of Greek

  • παρασπονδηδόν — Μ επίρρ. με παραβίαση τών σπονδών, τών συνθηκών. [ΕΤΥΜΟΛ. < παράσπονδος + επιρρμ. κατάλ. ηδόν (πρβλ. πανσπερμ ηδόν)] …   Dictionary of Greek

  • παρασπόνδειος — ον, Α 1. αυτός που γίνεται κατά την διάρκεια σπονδών 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ παρασπόνδεια (ενν. μέλη) ύμνοι που ψάλλονταν κατά τις σπονδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σπονδεῖος «αυτός που αναφέρεται στη σπονδή»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”